στενοχωρίας

στενοχωρίας
στενοχωρίᾱς , στενοχωρία
narrowness of space
fem acc pl
στενοχωρίᾱς , στενοχωρία
narrowness of space
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • отѣшнениѥ — ОТѢШНЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Тяготы, невзгоды, лишения: Не дасть. ли и пшеници и вина. во времѧ отѣшнени˫а. (ἐν στενοχωρίας) ФСт XIV/XV, 56а; Ѥже хранити(с) ѿ лукавы˫а свѣсти. i ѡ неполезне(м). и ѡ невременнѣ(м) дерзовеньи. и ѡ терпѣньи. и ѡ твореньи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • δυσφορία — η (AM δυσφορία) αίσθημα στενοχώριας, δυσαρέσκειας νεοελλ. ελαφριά αδιαθεσία αρχ. αδημονία, αγωνία …   Dictionary of Greek

  • αλυπία — η έλλειψη στενοχώριας, λύπης: Οι στωικοί φιλόσοφοι μιλούσαν για τέχνη αλυπίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθεμα — το, ατος 1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου. 2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά! 3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”